Για την ανασύνταξη του συνδικαλιστικού κινήματος


Οι ταξικές δυνάμεις, το ΠΑΜΕ εδώ και πάνω από μια δεκαετία -και το Συνδικάτο μας από τη σύσταση του -, εκτιμώντας τις σύγχρονες εξελίξεις, θέσαμε ως κεντρικό πρόβλημα την επιτακτική ανάγκη της ανασύνταξης του συνδικαλιστικού κινήματος. Ένα κίνημα ικανό να απαντήσει στην ολομέτωπη και γενικευμένη επίθεση. Αλλά και κίνημα ικανό να παλεύει με γραμμή πάλης και συμμαχιών που δε θα περιορίζεται μόνο στην αντιμετώπιση των συνεπειών, αλλά θα ανοίγει την προοπτική για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης, πράγμα που προϋποθέτει γραμμή ρήξης και ανατροπής με τα μονοπώλια, τα κόμματα και τους μηχανισμούς που τα υπηρετούν, πάλη που θα οδηγεί στην κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Ιστορία

Μελετώντας κανείς την ιστορία του διεθνούς, αλλά και του ελληνικού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ότι από τη νηπιακή ακόμα ηλικία των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, από την εμφάνιση δηλαδή και τη συγκέντρωση της νεαρής εργατικής τάξης, ο ιδεολογικοπολιτικός αγώνας των ταξικών δυνάμεων ήταν αναπόσπαστα δεμένος με τη διαμόρφωση της ικανότητας της εργατική τάξης να διεξάγει νικηφόρα πάλη ενάντια στους εκμεταλλευτές της.

Οι αντιπαραθέσεις στους κόλπους του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος τελικά συνέκλιναν στο κρίσιμο, το κυρίαρχο ζήτημα: Τι γραμμή θα ακολουθούσε το Συνδικάτο; Ταξική γραμμή ή όχι; Και ανάλογα με το πλειοψηφόν ρεύμα της κάθε περιόδου και της κάθε οργάνωσης, αποτυπωνόταν αρχικά στο καταστατικό της η μια ή η άλλη γραμμή-κατεύθυνση: Αγώνας ή Κοινωνικός Διάλογος. Υπάρχουν καταστατικά Συνδικάτων που αναφέρονται στην πάλη της Εργατικής Τάξης μέχρι και την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, χαρακτηριστικό παράδειγμα το δικό μας Συνδικάτο.

Ο αγώνας για την πορεία και τον προσανατολισμό του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, πάντα ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με το βαθμό της ταξικής συνειδητοποίησης των εργαζομένων με την κατάκτηση της γνώσης και της θεωρίας της πάλης των τάξεων.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι πριν ακόμα αρχίσει η συνδικαλιστική οργάνωση των εργατών, το οικονομικό κατεστημένο έντρομο από την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη προσπαθεί να αποτρέψει την ταξική πάλη στη χώρα μας, «συμβουλεύοντας» τους εργάτες να είναι υπάκουοι στα αφεντικά τους. Το 1869, όπως γράφει ο Γ. Κορδάτος, μοιράστηκε δωρεάν σε όλες τις πόλεις όπου υπήρχαν βιομηχανικές επιχειρήσεις, ένα φυλλάδιο με τον τίτλο: «Εγκόλπιον του Εργατικού Λαού» ή «Συμβουλαί εις τους χειρώνακτας».

Το φυλλάδιο αυτό τυπώθηκε από την «Εταιρεία των φίλων του Λαού» και ήταν μετάφραση μιας γαλλικής μπροσούρας του Th. H. Barreu, που είχε τον τίτλο: «Conseils aux ouvriers». Ο μεταφραστής της Ν. Δραγούμης σε πολλά άλλαξε το γαλλικό κείμενο για να το προσαρμόσει στις ελληνικές συνθήκες, όχι όμως την ουσία του περιεχομένου.

Οι «Φίλοι του Λαού» συμβούλευαν τους εργάτες να είναι πειθαρχικοί, φρόνιμοι και υπάκουοι στα αφεντικά τους, γιατί αυτό είναι και το θέλημα του Θεού. Να κάνουν ότι προστάζουν οι εργοδότες τους. Ότι οι σοσιαλιστικές θεωρίες είναι έργο του Σατανά και φέρνουν τη δυστυχία και την καταστροφή στους εργαζόμενους, χαλούν τα μυαλά των εργατών και φέρνουν στάσεις και επαναστάσεις. Ότι οι στάσεις φέρνουν την πείνα και ακόμα τα στρατοδικεία και τη φυλακή. Ότι ο καλός εργάτης δεν πρέπει να γίνεται «όργανον φαντασιοκόπων, ραδιουργών και ταραχοποιών» και πολλά άλλα.

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Η αστική τάξη δεν παρακολουθούσε σαν απλός θεατής τις εκδηλώσεις του εργατικού κινήματος και τη δράση των σοσιαλιστών. Διαβλέποντας τον κίνδυνο, προσπάθησε να κρατήσει τους εργάτες κάτω από την πολιτική της κυριαρχία μέσω των διαφόρων φιλελεύθερων-σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, δημιουργώντας μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα μια εργατική αριστοκρατία και παίρνοντας ταυτόχρονα σκληρά μέτρα εναντίον τους.

Βασικός στόχος, βασική και κύρια επιδίωξη της εργατικής αριστοκρατίας, των «εργατοπατέρων» στο συνδικαλιστικό κίνημα ήταν πάντα η διαιώνιση της πολιτικής κηδεμονίας των αστών πάνω στους εργάτες, με την προπαγάνδιση της ταξικής συνεργασίας, (σήμερα το ονομάζουν «κοινωνικοί εταίροι») δυναμώνοντας έτσι την εξουσία των καπιταλιστών, των αφεντικών. Γράφει ο Γ. Α. Γεωργιάδης, στο βιβλίο του «Η πάλη των τάξεων εν Ελλάδι». «Η οργάνωσις των εργατών της Ελλάδος ήρξατο κυρίως μετά το 1914 δια της ψηφίσεως του Νόμου 281», «Πριν το 1914, τα υπάρχοντα σωματεία ήσαν ένα όργανον επαγγελματικής επικρατήσεως εις τας χείρας των εργοδοτών, οι οποίοι κατελάμβανον την διοίκησιν, και αφ’ ετέρου πολιτικής αναδείξεως εις τας χείρας επιτηδείων μικροπολιτικών. Η εκκαθάρισις της μικράς αυτής επαγγελματικής ενώσεως εις οργάνωσιν εργατικήν εγένετο εκ των άνωθεν δια της επεμβάσεως του Κράτους, ψηφίσαντος τον Νόμον 281 δια του οποίου απαγορεύεται η ύπαρξις μικτών σωματείων, δηλαδή εργατών και εργοδοτών μαζί».

Το κόμμα των Φιλελευθέρων και ο αρχηγός του Ελ. Βενιζέλος για πολλά χρόνια εκμεταλλεύτηκε το γεγονός της ψήφισης του Νόμου 281 για να προβληθεί ως «φιλεργάτης», ως ο άνθρωπος που ενδιαφέρεται για τα δίκαια της εργατικής τάξης. Η ψήφιση του Νόμου 281, όμως, ήταν μια ανάγκη και μια πολιτική πρόνοια για το Βενιζέλο. Πολιτική πρόβλεψη – κατά τον Γ. Α. Γεωργιάδη – «δια να μην αφήσει την οργάνωσιν των εργατών εις τας ιδίας των χείρας».

Με άλλα λόγια η κυβέρνηση Βενιζέλου κάτω από την πίεση των εργατικών και των γενικότερων λαϊκών αγώνων, που ξέσπασαν μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, αναγκάστηκε να ψηφίσει το Νόμο 281, καθώς επίσης και μια σειρά νομοθετημάτων τα οποία αναφέρονταν στη βελτίωση των όρων εργασίας των εργατών και στις συνδικαλιστικές ελευθερίες. Ταυτόχρονα, όμως, ο Βενιζέλος επεδίωξε να θέσει κάτω από τον έλεγχό του το εργατικό κίνημα, με τις υποχωρήσεις απέναντί του προσπάθησε να αποτρέψει -όπως ο ίδιος ομολόγησε- το ενδεχόμενο κάποιας εργατικής επανάστασης, η οποία θα υποχρέωνε την αστική τάξη σε πολύ περισσότερες παραχωρήσεις.

Είναι πολύ χαρακτηριστική η απάντηση του Βενιζέλου προς τους επικριτές του για τη «φιλεργατική» πολιτική, όταν συγκεκριμένα, είπε: «Κύριοι, αν δεν κάνουμε σήμερα τας νομίμους υποχωρήσεις, στους εργαζόμενους, αύριο θα μας πάρουν με επανάστασιν πολύ περισσότερα».

Στο Ιδρυτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ (3-10 Νοέμβρη 1918), αντιπροσωπεύθηκαν σε αυτό διάφορες πολιτικό-ιδεολογικές τάσεις και ρεύματα που συγκρούστηκαν στη διάρκεια των εργασιών του.

Κατά τη συζήτηση του καταστατικού και ιδιαίτερα των προγραμματικών αρχών της ΓΣΕΕ, εκδηλώθηκαν διάφορα ιδεολογικά ρεύματα που τελικά διαμορφώθηκαν σε δύο κυρίως παρατάξεις:

α) Τη σοσιαλιστική, που υποστήριζε τη θέση: Πως η εργατική τάξη σαν ιδιαίτερη κοινωνική τάξη, όχι μόνο πρέπει να οργανωθεί σε ταξική επαγγελματική οργάνωση, που θα βρίσκεται έξω από οποιαδήποτε αστική πολιτική επιρροή και θα παλεύει για τη διεκδίκηση των οικονομικών της συμφερόντων, αλλά πρέπει να επιδιώξει να οργανωθεί και πολιτικά σε σοσιαλιστικό κόμμα που θα ‘χει σαν σκοπό να οδηγήσει την εργατική τάξη στην πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας.

β) Τη συντηρητική-ρεφορμιστική τάση, με την οποία ευθυγραμμίστηκαν και οι αναρχοσυνδικαλιστές, που απέκρουε την αρχή της πάλης των τάξεων και υποστήριζε ότι η εργατική τάξη πρέπει να μείνει «εκτός πάσης πολιτικής» και να επιδιώκει μόνο τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών της ζωής της.

Ύστερα από έντονη και σκληρή ιδεολογική αντιπαράθεση στα βασικά αυτά ζητήματα, το Συνέδριο, με ψήφους 158 (σε σύνολο 180), 21 κατά και 1 λευκό, υιοθέτησε την αρχή της πάλης των τάξεων και του μαχητικού αγώνα των εργατών και υπαλλήλων -μακριά από κάθε κρατική κηδεμονία- και τις δίκαιες διεκδικήσεις τους.

Η επικράτηση, τελικά, της αρχής της πάλης των τάξεων ήταν μια μεγάλη νίκη του ταξικού συνδικαλισμού, η οποία επηρέασε αποφασιστικά την κατοπινή πορεία του εργατικού κινήματος της χώρας.

Η απόκρουση, όμως, της αστικής πολιτικής στο εργατικό συνέδριο από τους σοσιαλιστές και τους συνεπείς συνδικαλιστές δε σήμανε καθόλου και το τέλος της διαπάλης στο εσωτερικό του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και των κρατικών παρεμβάσεων. Από τότε και μέχρι σήμερα μέσα στη ΓΣΕΕ, όπως και σε κάθε ομοσπονδία, εργατικό κέντρο και σωματείο γίνεται σκληρή πάλη με διάφορες μορφές ανάμεσα στην εργατική και αστική πολιτική, ανάμεσα στην ταξική και τη ρεφορμιστική γραμμή, ανάμεσα στους συνεπείς συνδικαλιστές που καθοδηγούνται από τις ταξικές θέσεις της υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων για την κατάργηση της εκμεττάλευσης και τους συμβιβαστές-ρεφορμιστές που γίνονται ουρά της αστικής πολιτικής και ζητιανεύουν ψίχουλα από τους εκπροσώπους του κεφαλαίου και τους κυβερνητικούς τοποτηρητές του.

Σήμερα

Οι ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, αλλά και πολλών ομοσπονδιών του δημόσιου -με κορωνίδα την ΠΟΕ-ΟΤΑ- και ιδιωτικού τομέα, από τη δεκαετία του 1990 στήριξαν και συνεχίζουν να στηρίζουν την πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, περιορίζοντας τις «διεκδικήσεις» σε ψίχουλα για τους εργαζόμενους. Έτσι αυτές οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έγιναν στηρίγματα της αντεργατικής πολιτικής, έχασαν τον ταξικό τους χαρακτήρα, έστω ως εργατικές οργανώσεις για μαχητική υπεράσπιση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης στο κεφάλαιο. Μετατράπηκαν σε φορείς, ενσωμάτωσης των εργατικών μαζών που τις ακολουθούν. Αυτή η εξέλιξη είναι προϊόν μακρόχρονης διάβρωσης του εργατικού κινήματος από παλιά και νέα οπορτουνιστικά ρεύματα. Είναι προϊόν του γεγονότος ότι κόμματα με εργατικές ρίζες, έχοντας την πλειοψηφία σε ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα, τα μετέτρεψαν σε στυλοβάτες της αστικής πολιτικής, έδωσαν νέες δυνατότητες σε αστικά φιλελεύθερα κόμματα να αυξήσουν την επιρροή τους στο συνδικαλιστικό κίνημα (π.χ. της ΝΔ στην Ελλάδα). Σήμερα από κοινού καλλιεργούν αυταπάτες ότι υπάρχει φιλολαϊκή διέξοδος από την κρίση, ότι υπάρχει φιλολαϊκή εκδοχή της ΕΕ. Οι ταξικές δυνάμεις μαζί με το ΠΑΜΕ πρέπει να ανοίξουμε μέτωπο σε όλη αυτή την αποπροσανατολιστική παρέμβαση χειραγώγησης.

Το προηγούμενο διάστημα, έγινε προσπάθεια να αναδειχθεί με ολοκληρωμένο και σαφή τρόπο, η αναγκαιότητα της ανασύνταξης που έχει ως κύριο περιεχόμενο: την οργάνωση και την ενότητα της εργατικής τάξης σε μαζικά Συνδικάτα, κλαδικά κι επιχειρησιακά, με βάση τα ενιαία ταξικά της συμφέροντα και τις σύγχρονες ανάγκες της, κόντρα στο συντεχνιασμό και τον κατακερματισμό. Ανάγκες που σήμερα δεν ικανοποιούνται. Αντίθετα, περιορίζονται, συμπιέζονται διαρκώς προς τα κάτω με κυρίαρχη την τάση της απόλυτης και σχετικής εξαθλίωσης. Το Συνδικάτο ΟΤΑ ν. Λάρισας είναι δημιούργημα της ανάγκης για ενότητα στον κλάδο, για ενιαία πάλη των εργατοϋπαλλήλων ανεξάρτητα από το είδος και τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, για μόνιμη δουλειά με πλήρη δικαιώματα.

Θέσαμε το κεντρικό πρόβλημα του συνδικαλιστικού κινήματος. Την απαλλαγή του από τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό. Είναι ένας μηχανισμός πολύ ισχυρός που εγκλωβίζει το συνδικαλιστικό κίνημα στην υποταγή της ταξικής συνεργασίας, στους σχεδιασμούς της ΕΕ και των κυβερνήσεων. Που μετατρέπει τα Συνδικάτα σε μηχανισμό συνδιαλλαγής με την εργοδοσία και τους κρατικούς μηχανισμούς και τα εμπλέκει στην εναλλαγή των αστικών κυβερνήσεων.

Η βασική πηγή και η δύναμη αυτών των συνδικαλιστικών μηχανισμών της ενσωμάτωσης, εξαγοράς και εκφυλισμού ήταν και είναι μια καλοπληρωμένη εργατική αριστοκρατία, που διαπλέκεται ή διασυνδέεται με τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Οι μηχανισμοί αυτοί στηρίζονταν και βρίσκονταν σε συναλλαγή με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, ενώ πλέον ένα σημαντικό τους μέρος έχει προσχωρήσει ή συνεργάζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ένας μηχανισμό φθοράς συνειδήσεων, συντεχνιασμού και εκφυλισμού. Σε αυτό το μηχανισμό συμμετείχαν όλες οι παρατάξεις που συγκροτούσαν την πλειοψηφία των ηγεσιών ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, Εργατικά Κέντρα, Ομοσπονδίες και σε αρκετά πρωτοβάθμια Σωματεία, κυρίως εργοστασιακά, επιχειρησιακά. Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ κινούνταν στην ίδια κατεύθυνση και οι συναλλαγές μεταξύ τους καθημερινές, από τις νοθείες, τις συναλλαγές με την εργοδοσία, τους μηχανισμούς της ΕΕ, τα διάφορα προγράμματα μέχρι το μοίρασμα ρόλων και μερισμάτων από τη νομή του συνδικαλιστικού κινήματος, με ισχυρούς μεταξύ τους δεσμούς και αλληλεξαρτήσεις.

Το κοινό τους γνώρισμα ήταν η αποδοχή της κυρίαρχης πολιτικής και φυσικά με το αζημίωτο σε παραταξιακό ή προσωπικό επίπεδο. Επίσης, κοινό τους γνώρισμα ο πόλεμος απέναντι σε κάθε δύναμη που αντιπαλεύει αυτή την άθλια κατάσταση από ταξική θέση. (Να θυμηθούμε εδώ τον πόλεμο που δεχθήκαμε με την ίδρυση του Συνδικάτου μας, ο οποίος συνεχίζεται ακόμη)Πρόκειται για κατάσταση που οδηγούσε το συνδικαλιστικό κίνημα με μαθηματική ακρίβεια στον εκφυλισμό, στη φθορά και διάβρωση συνειδήσεων, στην απαξίωση και στη διάλυση.

Εδώ βρίσκεται και η βασική αιτία που το συνδικαλιστικό κίνημα βρέθηκε αφοπλισμένο στην επίθεση του κεφαλαίου και ειδικά μπροστά στην καπιταλιστική οικονομική κρίση, την οποία βάφτισαν όλοι μαζί κρίση χρέους, κρίση των goldenboys, κακής διαχείρισης, αποπροσανατολίζοντας τους εργαζόμενους.

Η μέχρι τώρα εξέλιξη δείχνει ότι ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός είναι μια Λερναία Ύδρα που παράγεται, αναπαράγεται και μεταμορφώνεται διαρκώς σαν το χαμαιλέοντα. Παράγεται και αναπαράγεται γιατί είναι ο κύριος βραχίονας της εργοδοσίας για να κρατιέται η εργατική τάξη και το κίνημά της υποταγμένη και καθηλωμένη στην υποταγή και τη μοιρολατρία ή να ήμαστε συνεταιράκια της αστικής τάξης για τη διατήρηση των προνομίων και της κυριαρχίας της. Πότε για να μπούμε στην ΕΕ και την ΟΝΕ και πότε για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας. Πότε για να μη χρεοκοπήσουμε και πότε για να βγούμε όλοι μαζί από την κρίση.

Η πείρα δείχνει ότι ο πόλεμος με αυτό το μηχανισμό για τη συντριβή ή την απομόνωσή του είναι σκληρός, αλλά υποχρεωτικός για να ανασάνει η εργατική τάξη και το κίνημά της και να προχωρήσει η ανασύνταξή του.

Σήμερα αυτός ο πόλεμος μπαίνει σε νέα φάση. Μπροστά στην απαξίωση, την αποκάλυψη της σήψης και της διαφθοράς και της μπόχας που αναδύει όλο αυτό το πλέγμα, επιχειρείται η αναστύλωση του, η μεταμόρφωσή του σε ένα νέο εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό.

Αντιγράφοντας το σύνθημα και το στόχο του ΠΑΜΕ και των ταξικών δυνάμεων για την ανασύνταξη του συνδικαλιστικού κινήματος, οι πρωταγωνιστές του πολέμου ενάντια στο ΠΑΜΕ, π.χ. οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στο συνδικαλιστικό κίνημα ανακάλυψαν ξαφνικά τη χρεοκοπία των εργατοπατέρων και επιχειρούν να πρωταγωνιστήσουν στην ανασύνταξη δήθεν του συνδικαλιστικού κινήματος.

Αυτοί που είναι ομοτράπεζοι της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ, μπροστά στη χρεοκοπία αυτών των δυνάμεων, νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να ηγηθούν του συνδικαλιστικού κινήματος ως εξυγιαντές για να ξεπλύνουν τις αμαρτίες τους. Επιχειρούν, μαζί με αυτές τις δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ, – που δεν έχουν κόψει ούτε στιγμή τις συνδιαλλαγές – σήμερα να στήσουν ένα νέο μηχανισμό χειραγώγησης.

Σκοπός τους δεν είναι η εξυγίανση του συνδικαλιστικού κινήματος. Δεν έχουν τέτοια πολιτική. Δε θέλουν να απελευθερώσουν το συνδικαλιστικό κίνημα από την ταφόπλακα του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού. Η κύρια αιχμή της δράσης τους είναι και παραμένει ο πόλεμος ενάντια στο ΠΑΜΕ.

Τι είναι εκείνο που τους οδηγεί στην υιοθέτηση της ανάγκης για ανασύνταξη και τι περιεχόμενο δίνουν σε αυτό το στόχο; Το καινούριο είναι η πιθανότητα της διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας. Θέλουν το συνδικαλιστικό κίνημα χειροκροτητή της πολιτικής τους, να στηρίζει τους νέους χαλίφηδες που θέλουν να αντικαταστήσουν τους παλιούς. Μπροστά στο ενδεχόμενο της κυβερνητικής καρέκλας αλλά και της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ σε αρκετούς χώρους, θέλουν να υποτάξουν το συνδικαλιστικό κίνημα και τους αγώνες του σε αυτό το σκοπό. Σε αυτή την κατεύθυνση συσπειρώνεται ότι πιο ετερόκλητο, τυχοδιωκτικό και διεφθαρμένο στοιχείο από όλο τον παλιό μηχανισμό. Είναι, άλλωστε, χρήσιμοι γιατί είναι εκπαιδευμένοι στις δολοπλοκίες, στην υπονόμευση, στον καιροσκοπισμό, στη συναίνεση, στους κοινωνικούς διαλόγους, στη λογική του «μικρότερου κακού», που το έχει πληρώσει ακριβά ο λαός.

Αποκαλύπτονται από το περιεχόμενο που θέλουν να δώσουν στην ανασύνταξη, αλλά και από τις μεθόδους που ακολουθούν. Τι ακριβώς ζητούν; Να ηγεμονεύσουν στο κίνημα και να υποτάξουν στον πολιτικό τους στόχο. Να φύγει η κυβέρνηση Σαμαρά, η Κεντροδεξιά, και να έρθει στη θέση της μια κυβέρνηση με επικεφαλής το ΣΥΡΙΖΑ για να συνεχιστεί η ίδια στρατηγική μέσα στην ΕΕ και στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Από τη σκοπιά αυτή θέτουν ως κύρια αιτήματα και συνθήματα «να φύγει η κυβέρνηση», «γενική απεργία». Από τη σκοπιά αυτή διεκδικούν αλλαγή συσχετισμού δύναμης στο συνδικαλιστικό κίνημα και στην κατεύθυνση αυτή δε διστάζουν να συνεργαστούν με όποιον έχει μάθει να ζει λάθρα. Στο δρόμο αυτό σέρνουν τους κολαούζους τους, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Δεν έχουν, δε θέλουν αλλαγή πολιτικής και κατεύθυνσης της πάλης. Δεν έχουν ταξική γραμμή πάλης. Δε θέλουν συγκρούσεις με την καπιταλιστική εργοδοσία και την ΕΕ. Δε θέλουν συνδικαλιστικό κίνημα μαζικό, οργανωμένο απέναντι στην εργοδοσία και το κράτος. Θέλουν συνδικαλιστικό κίνημα πλατείας, υποταγμένο στα σχέδια τους για εναλλαγή κυβέρνησης και αύριο ένα κίνημα στήριγμα της ίδια αντεργατικής πολιτικής.

Άλλωστε, είναι θιασώτες αντίστοιχων κυβερνήσεων. Παλιότερα, των Κεντροαριστερών κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Ιταλίας, πιο πρόσφατα των κυβερνήσεων της Βραζιλίας, της Αργεντινής και θαυμαστές της πλατείας Ταχρίρ. Είναι οι πρωταγωνιστές στην απεργοσπασία και στις απεργίες χωρίς απεργούς. Εχθρεύονται όσο τίποτα άλλο την οργάνωση των εργατών απέναντι στην εργοδοσία και το κράτος του, στους τόπους δουλειάς, στα εργοστάσια, παντού.

Η μεγαλοεργοδοσία δεν ανησυχεί. Τους χρησιμοποιεί και παρεμβαίνει διαρκώς στην προετοιμασία τους ως εναλλακτική λύση. Πολύ περισσότερο υπολογίζει ότι με ένα νέο προσωπείο ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός μπορεί να φανεί σήμερα πιο αποτελεσματικός στην παρεμπόδιση της ανάπτυξης της ταξικής πάλης με πρωταγωνιστή το ΠΑΜΕ με τα υποκριτικά συνθήματα περί ακομμάτιστου συνδικαλισμού.

Η δράση των αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων ( ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, ΑΥΤ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, ΑΡΙΣΤ. ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ) μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα της εργατικής τάξης συνιστά πολιτικό ρεύμα με στόχο τη χειραγώγηση της συνείδησης της εργατικής τάξης. Είναι το κύριο εμπόδιο για να μαζικοποιηθεί το συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα, για να δυναμώσει ο ταξικός πόλος στις γραμμές του και για ν’ απομονωθεί ο κυβερνητικός-εργοδοτικός συνδικαλισμός.

Ότι πιάνουν στα χέρια τους το βρωμίζουν. Έτσι, προσπαθούν να λερώσουν και το σημερινό σύνθημα της «ανασύνταξης του κινήματος», κοροϊδεύοντας τους φτωχούς, άνεργους, απελπισμένους εργατοϋπαλλήλους, τάζοντας τους λαγούς με πετραχήλια.

Η ιστορία του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος διδάσκει ότι η πραγματική ενότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε αγωνιστική κατεύθυνση. Γι’ αυτό και η αγωνιστική αυτή γραμμή της πάλης με βάση στόχους και αιτήματα που αναβαθμίζουν το επίπεδο των διεκδικήσεων, συνάντησαν πάντοτε και συναντούν και σήμερα την πιο λυσσασμένη επίθεση της αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων. Κάθε Σωματείο αρχίζει από διαφορετική αφετηρία και κινείται σε διαφορετικές συνθήκες.

Τα βασικά κριτήρια, πρέπει κατά τη γνώμη μας να είναι για όλους ενιαία:

  • Συμμετοχή όλο και περισσότερων εργαζομένων στο σχεδιασμό, στη δράση του κάθε Σωματείου. Όχι να ανταμώνουμε από αρχαιρεσίες σε αρχαιρεσίες.

  • Διοικήσεις Σωματείων αφοσιωμένες στα συμφέροντα των μελών τους με ταξική αντίληψη και συνέπεια και όχι υποχείρια των εργοδοτών τους, της αντίληψης ότι εργάτες κι εργοδότες έχουν κοινά συμφέροντα.

  • Μια λίγο – πολύ ίδια αντίληψη για τα ενιαία συμφέροντα των εργατών κι εργατριών, ανεξάρτητα από κλάδο, δημόσιο και ιδιωτικό τομέα ένα πράμα, απέναντι στην ενιαία τάξη των εργοδοτών και του κράτους που τους υπηρετεί.

  • Ένα κάπως ενιαίο, σταθερό σχέδιο διεκδικήσεων για τα καθημερινά προβλήματα, αλλά και σχέδιο για τη μόνιμη και ουσιαστική ικανοποίηση των βασικών αναγκών της εργατικής οικογένειας και τελικό στόχο την κατάργηση της εκμετάλλευσης.

  • Ιδιαίτερη φροντίδα για τους νέους που δουλεύουν ή τα παιδιά των εργατών και εργατριών, καθώς και τα ιδιαίτερα των γυναικών.

Με βάση αυτά τα κριτήρια χρειάζεται σε κάθε εργατικό χώρο, κλάδο, τόπο ένα ρωμαλέο ταξικό κίνημα σύγκρουσης, ρήξης, ανατροπής, συμμαχιών για να βρουν οριστική απάντηση και λύση τα βασανιστικά ερωτήματα που στην αρχή θέσαμε.

Ένα κίνημα που θα έχει διαρκές, αδιάλλακτο μέτωπο και πόλεμο με τα μονοπώλια σε κάθε κλάδο σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο και στόχο μια άλλη οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας με αλλαγή τάξης στην εξουσία.

Αυτό το μέλλον θα χτίζεται καθημερινά πέτρα την πέτρα. Αυτό το κίνημα θα συνενώνεται σταγόνα τη σταγόνα σε ρέματα και ποτάμια.

Οι εργαζόμενοι έχουμε έναν και μόνο δρόμο. Να προχωρήσουμε με άφοβα με συστηματική οργάνωση και οργανωμένη απειθαρχία που θα αμφισβητεί όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά τη μήτρα που δημιουργεί τα μνημόνια και κάνει κόλαση τη ζωή του λαού. Την εξουσία των μονοπωλίων. Αυτή είναι η μόνη ελπιδοφόρα προοπτική και απαιτεί ο λαός να είναι πρωταγωνιστής στο επίπεδο της οικονομίας και της πολιτικής για να γίνουμε κυρίαρχοι του πλούτου που παράγουμε αλλά και της ίδιας μας της ζωής.

Είναι αδιανόητο η εργατική τάξη, οι γυναίκες και οι νέοι της να παραιτηθούμε από τα δικαιώματά μας όταν είναι τεράστιος ο πλούτος που σήμερα παράγουμε, αλλά τον κατασπαράζουν τα μονοπώλια – τα παράσιτα οι καπιταλιστές.

Σήμερα η επιστήμη και η τεχνολογία παρέχουν απίστευτες δυνατότητες στην παραγωγικότητα των μέσων παραγωγής, επομένως, υπάρχει δυνατότητα δραστικά να μειωθεί ο χρόνος εργασίας, εξασφαλίζοντας ένα ανεβασμένο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας. Αυτό το εμποδίζει το κεφάλαιο που ελέγχει τα μέσα παραγωγής και τα χρησιμοποιεί με σκοπό το κέρδος του και όχι τις ανάγκες των εργαζομένων και της κοινωνίας.

Είναι σήμερα ώριμο, ρεαλιστικό και αναγκαίο????

— Η σταθερή εργασία για όλους με διευρυμένο ελεύθερο χρόνο.

— Οι σύγχρονες και εντελώς δωρεάν δημόσιες υπηρεσίες Υγείας, μόρφωσης, πολιτισμού, αθλητισμού.

— Να εξασφαλιστεί η δωρεάν φροντίδα με παιδικούς σταθμούς, αναψυχή και διακοπές για όλα τα παιδιά.

— Να μειωθούν τα όρια συνταξιοδότησης και να εξασφαλιστούν οι ανάγκες των συνταξιούχων, να υπάρχει προστασία της γυναίκας και της μητρότητας.

— Να εξασφαλιστούν η λαϊκή στέγη, οι διακοπές και ο λαϊκός τουρισμός.

 

 

 

 

Όχι σκόντο στις ανάγκες, στην ελπίδα, στη δυνατότητα αλλά και στον αγώνα.

Κανένας μόνος του στην κρίση.

Οργάνωση της λαϊκής αλληλεγγύης.

Ένας για όλους και όλοι για έναν!

 

 

 

 

 

 

 

Γκαραλιάκος Ζήσης

Λάρισα 18-11-2013

Προηγούμενο άρθρο Ανάρτηση τελικών καταστάσεων δικαιούχων Βιολογικής Κτηνοτροφίας
Επόμενο άρθρο Ερώτηση Κέλλα για παράταση και ρύθμιση ασφαλιστικών εισφορών στον ΟΓΑ